τουρκόγυφτος

τουρκόγυφτος
ο , τουρκόγύφτισσα и τουρκόγυφτσα η цыган, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τουρκόγυφτος" в других словарях:

  • τουρκόγυφτος — ο θηλ. τουρκογύφτισσα 1. γύφτος (εξευτελιστικότερα) ή γύφτος μουσουλμάνος. 2. άνθρωπος ακάθαρτος στο σώμα και την ψυχή: Βρομάει σαν τουρκόγυφτος. 3. το θηλ., κάθε γυναίκα βρόμικη και άσχημη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουρκόγυφτος — ο, θηλ. τουρκογύφτισσα, η, Ν 1. γύφτος, τσιγγάνος μουσουλμάνος 2. μτφ. άνθρωπος άσχημος και βρόμικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + γύφτος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»